Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
αναμμένος
-
βαμμένος
-
θαμμένος
-
γραμμένος
-
βλαμμένος
-
στραμμένος
-
ξαπλωμένος
-
ξαναμπώ
)
Συνώνυμα
ανάλαμπρος
αναμμένος
φωτεινός
3
Αντώνυμα
σβηστός
σκοτεινός
αναμμένος
3
Ορισμός
Που έχει ξανανάψει ή έχει αναμεί ξανά.
Που είναι φωτεινός ή λαμπρός ξανά.
2
Παραδείγματα
Ο δρόμος ήταν ξαναμμένος μετά την επισκευή των φώτων.
Το δωμάτιο ήταν ξαναμμένο μετά την αλλαγή των λαμπών.
2