1. Συνώνυμα
    • ανάλαμπρος
    • αναμμένος
    • φωτεινός
    3
  2. Αντώνυμα
    • σβηστός
    • σκοτεινός
    • αναμμένος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει ξανανάψει ή έχει αναμεί ξανά.
    • Που είναι φωτεινός ή λαμπρός ξανά.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος ήταν ξαναμμένος μετά την επισκευή των φώτων.
    • Το δωμάτιο ήταν ξαναμμένο μετά την αλλαγή των λαμπών.
    2