Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεγελώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεγελάω
-
ξεγελάσω
-
ξεγελιέμαι
-
ξεγελάσουμε
)
Συνώνυμα
εξαπατώ
παραπλανώ
γελώ
απατώ
4
Αντώνυμα
ειλικρινά
ειλικρινίζω
ειλικρινίζομαι
3
Ορισμός
Κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αληθινό.
Προκαλώ κάποιον να κάνει λάθος κρίση ή εκτίμηση.
2
Παραδείγματα
Ο πωλητής προσπάθησε να με ξεγελάσει με ψεύτικα στοιχεία για το προϊόν.
Μην αφήσεις κανέναν να σε ξεγελάσει με υποσχέσεις που δεν μπορεί να κρατήσει.
2