1. Λέξη
    ξεγελιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια: γελιέμαι - ξεχνιέμαι - ξεγελώ - ξεγελάω - ξεπερνιέμαι)
  2. Συνώνυμα
    • εξαπατώμαι
    • παραπλανώμαι
    • γελιέμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεγελώ
    • εξαπατώ
    • γελάω
    3
  4. Ορισμός
    • Παίρνω ψεύτικες εντυπώσεις ή πληροφορίες που με κάνουν να πιστεύω κάτι λάθος.
    • Εμπλέκομαι σε μια κατάσταση όπου κάποιος με παραπλανεί ή με εξαπατά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Δεν θέλω να ξεγελιέμαι ξανά από ψεύτικες υποσχέσεις.
    • Ένιωσα ότι ξεγελιόμουν όταν κατάλαβα την αλήθεια.
    2