Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεγελιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
γελιέμαι
-
ξεχνιέμαι
-
ξεγελώ
-
ξεγελάω
-
ξεπερνιέμαι
)
Συνώνυμα
εξαπατώμαι
παραπλανώμαι
γελιέμαι
3
Αντώνυμα
ξεγελώ
εξαπατώ
γελάω
3
Ορισμός
Παίρνω ψεύτικες εντυπώσεις ή πληροφορίες που με κάνουν να πιστεύω κάτι λάθος.
Εμπλέκομαι σε μια κατάσταση όπου κάποιος με παραπλανεί ή με εξαπατά.
2
Παραδείγματα
Δεν θέλω να ξεγελιέμαι ξανά από ψεύτικες υποσχέσεις.
Ένιωσα ότι ξεγελιόμουν όταν κατάλαβα την αλήθεια.
2