Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεκαθαρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεκαθαρίσω
-
καθαρίζω
)
Συνώνυμα
διασαφηνίζω
εξηγώ
καθαρίζω
3
Αντώνυμα
μπερδεύω
σαμποτάρω
συγχέω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι σαφές ή κατανοητό.
Απομακρύνω τις αμφιβολίες ή τις ασάφειες.
Καθαρίζω ή απομακρύνω βρωμιά ή εμπόδια.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να ξεκαθαρίσεις τι εννοείς με αυτή τη δήλωση.
Ο καιρός ξεκαθάρισε και η θέα έγινε πανέμορφη.
Μετά τη συζήτηση, όλα ξεκαθάρισαν και δεν υπήρχαν πλέον αμφιβολίες.
3