1. Λέξη
    ξεκαθαρίζω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεκαθαρίσω - καθαρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • διασαφηνίζω
    • εξηγώ
    • καθαρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μπερδεύω
    • σαμποτάρω
    • συγχέω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι σαφές ή κατανοητό.
    • Απομακρύνω τις αμφιβολίες ή τις ασάφειες.
    • Καθαρίζω ή απομακρύνω βρωμιά ή εμπόδια.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να ξεκαθαρίσεις τι εννοείς με αυτή τη δήλωση.
    • Ο καιρός ξεκαθάρισε και η θέα έγινε πανέμορφη.
    • Μετά τη συζήτηση, όλα ξεκαθάρισαν και δεν υπήρχαν πλέον αμφιβολίες.
    3