1. Συνώνυμα
    • καθαρίζω
    • καθαρίζω
    • καθαρίζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • μολύνω
    • βρομίζω
    • λεκιάζω
    3
  3. Ορισμός
    • Κάνω κάτι καθαρό, αφαιρώντας τη βρωμιά ή τις ακαθαρσίες.
    • Αφαιρώ τα ανεπιθύμητα στοιχεία από κάτι.
    • Εξαλείφω κάτι που θεωρείται ανεπιθύμητο ή επιβλαβές.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Κάθε Σάββατο καθαρίζω το σπίτι μου.
    • Ο γιατρός καθάρισε την πληγή πριν την ράψει.
    • Η κυβέρνηση προσπαθεί να καθαρίσει την πολιτική σκηνή από τη διαφθορά.
    3