Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθαρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεκαθαρίζω
-
καθαρίζετε
-
καθαρίσω
-
καθορίζω
-
καθαρίσει
-
καθίζω
-
καθαρά
-
καθαρός
-
καθαρίστρια
-
καθαριστώ
-
καθαρτικό
)
Συνώνυμα
καθαρίζω
καθαρίζω
καθαρίζω
3
Αντώνυμα
μολύνω
βρομίζω
λεκιάζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι καθαρό, αφαιρώντας τη βρωμιά ή τις ακαθαρσίες.
Αφαιρώ τα ανεπιθύμητα στοιχεία από κάτι.
Εξαλείφω κάτι που θεωρείται ανεπιθύμητο ή επιβλαβές.
3
Παραδείγματα
Κάθε Σάββατο καθαρίζω το σπίτι μου.
Ο γιατρός καθάρισε την πληγή πριν την ράψει.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να καθαρίσει την πολιτική σκηνή από τη διαφθορά.
3