Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεκαθαρίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεκαθαρίζω
-
καθαρίσω
)
Συνώνυμα
καθαρίζω
διαυγίζω
εξηγώ
διευκρινίζω
4
Αντώνυμα
μπερδεύω
σαμποτάρω
συγχέω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι σαφές ή κατανοητό.
Απομακρύνω τις αμφιβολίες ή τις ασάφειες.
Καθαρίζω ή απομακρύνω τα εμπόδια από κάτι.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τα θέματα πριν προχωρήσουμε.
Ο καιρός ξεκαθάρισε και το ταξίδι μας ήταν ευχάριστο.
Ο δάσκαλος ξεκαθάρισε τις απορίες των μαθητών.
3