1. Συνώνυμα
    • ξεκαθαρίζω
    • απολυμαίνω
    • στυλώνω
    3
  2. Αντώνυμα
    • μολύνω
    • βρωμίζω
    • λεκιάζω
    3
  3. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να γίνει καθαρό, αφαιρώντας τις βρωμιές ή τις ακαθαρσίες.
    • Απαλλάσσω από κάτι που θεωρείται ανεπιθύμητο ή επιβλαβές.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Θα καθαρίσω το πάτωμα πριν φύγουμε.
    • Πρέπει να καθαρίσω τα χέρια μου πριν φάω.
    2