1. Λέξη
    ξεχαστώ (ρήμα) - (παρόμοια: ξεχασμένο - ξεχασμένος - ξεκουραστώ)
  2. Συνώνυμα
    • ξεχνιέμαι
    • λησμονιέμαι
    2
  3. Αντώνυμα
    • θυμάμαι
    • ενθυμούμαι
    2
  4. Ορισμός
    • Χάνω την ανάμνηση ή την επίγνωση κάποιου πράγματος ή γεγονότος.
    • Δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι που έπρεπε ή ήθελα να θυμάμαι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συχνά ξεχνάω πού έχω αφήσει τα κλειδιά μου.
    • Μην ξεχνάς να πάρεις το φάρμακό σου πριν φύγεις.
    2