Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεχαστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεχασμένο
-
ξεχασμένος
-
ξεκουραστώ
)
Συνώνυμα
ξεχνιέμαι
λησμονιέμαι
2
Αντώνυμα
θυμάμαι
ενθυμούμαι
2
Ορισμός
Χάνω την ανάμνηση ή την επίγνωση κάποιου πράγματος ή γεγονότος.
Δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι που έπρεπε ή ήθελα να θυμάμαι.
2
Παραδείγματα
Συχνά ξεχνάω πού έχω αφήσει τα κλειδιά μου.
Μην ξεχνάς να πάρεις το φάρμακό σου πριν φύγεις.
2