1. Λέξη
    ξερή (επίθετο) - (παρόμοια: ξερός - ξερνώ)
  2. Συνώνυμα
    • στεγνός
    • αποξηραμένος
    • άνυδρος
    3
  3. Αντώνυμα
    • υγρός
    • βρεγμένος
    • νόστιμος
    3
  4. Ορισμός
    • Χωρίς υγρασία ή νερό.
    • Ξεραίνομαι, χάνω την υγρασία μου.
    • Αποξηραμένος, που έχει υποστεί ξήρανση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το ξερό κλαδί έσπασε εύκολα.
    • Ο αέρας ήταν ξερός και ζεστός.
    • Το ψωμί έγινε ξερό μετά από λίγες ώρες.
    3