Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξερνώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεπερνώ
-
ξερνάω
-
ξερή
)
Συνώνυμα
εμετός
κάνω εμετό
αναγουλιάζω
3
Αντώνυμα
κρατάω
καταπίνω
2
Ορισμός
Εκβάλλω με βίαιο τρόπο το περιεχόμενο του στομάχου από το στόμα.
Αποβάλλω με δύναμη υγρά ή τροφές από το στόμα.
2
Παραδείγματα
Ένιωσα άσχημα και ξέρασα αμέσως.
Το παιδί ξέρασε μετά από το ταξίδι με το πλοίο.
2