1. Λέξη
    ξεσκίσω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεσκίζω - σκίσω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεφτιλίζω
    • καταστρέφω
    • συντρίβω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επισκευάζω
    • ανακαινίζω
    • διατηρώ
    3
  4. Ορισμός
    • 1. Καταστρέφω κάτι εντελώς ή το κάνω άχρηστο.
    • 2. (μεταφορικά) Καταστρέφω ηθικά ή ψυχολογικά κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι βανδάλες ξέσκισαν όλα τα καθίσματα του λεωφορείου.
    • Η συνεχής κριτική τον ξέσκισε ψυχολογικά.
    2