Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεσκίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεσκίζω
-
σκίσω
)
Συνώνυμα
ξεφτιλίζω
καταστρέφω
συντρίβω
3
Αντώνυμα
επισκευάζω
ανακαινίζω
διατηρώ
3
Ορισμός
1. Καταστρέφω κάτι εντελώς ή το κάνω άχρηστο.
2. (μεταφορικά) Καταστρέφω ηθικά ή ψυχολογικά κάποιον.
2
Παραδείγματα
Οι βανδάλες ξέσκισαν όλα τα καθίσματα του λεωφορείου.
Η συνεχής κριτική τον ξέσκισε ψυχολογικά.
2