Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεσκίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεσκίσω
-
σκίζω
-
ξεσκεπάζω
)
Συνώνυμα
κουράζω
εξαντλώ
κάνω κόπο
3
Αντώνυμα
ξεκουράζω
αναπαύω
χαλαρώνω
3
Ορισμός
Κουράζω πολύ κάποιον, τον εξαντλώ σωματικά ή ψυχικά.
Κάνω κάποιον να νιώθει πολύ κουρασμένος λόγω δυσκολίας ή έντασης.
2
Παραδείγματα
Οι ατέλειωτες δουλειές με ξέσκισαν σήμερα.
Η προετοιμασία για τις εξετάσεις ξέσκισε τους μαθητές.
2