1. Λέξη
    ξεσκίζω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεσκίσω - σκίζω - ξεσκεπάζω)
  2. Συνώνυμα
    • κουράζω
    • εξαντλώ
    • κάνω κόπο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκουράζω
    • αναπαύω
    • χαλαρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κουράζω πολύ κάποιον, τον εξαντλώ σωματικά ή ψυχικά.
    • Κάνω κάποιον να νιώθει πολύ κουρασμένος λόγω δυσκολίας ή έντασης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι ατέλειωτες δουλειές με ξέσκισαν σήμερα.
    • Η προετοιμασία για τις εξετάσεις ξέσκισε τους μαθητές.
    2