Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεσκίσω
-
σκορπίσω
)
Συνώνυμα
τραβώ
σπρώχνω
σέρνω
3
Αντώνυμα
αφήνω
απελευθερώνω
2
Ορισμός
Τραβώ κάτι με δύναμη ή βία.
Μετακινώ κάτι ή κάποιον με δύναμη, συχνά προκαλώντας δυσφορία ή πόνο.
2
Παραδείγματα
Ο σκύλος έσυρε το σκοινί με όλη του τη δύναμη.
Η θάλασσα έσυρε το σκάφος προς τα βάθη.
2