Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεσκεπάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκεπάζω
-
ξεσκίζω
)
Συνώνυμα
αποκαλύπτω
αποκαλύπτω
αποκαλύπτω
αποκαλύπτω
4
Αντώνυμα
κρύβω
καλύπτω
αποκρύπτω
3
Ορισμός
Αποκαλύπτω κάτι που ήταν κρυμμένο ή άγνωστο.
Εκθέτω σε δημόσια θέα ή γνώση.
Αφαιρώ κάτι που καλύπτει ή προστατεύει.
3
Παραδείγματα
Ο δημοσιογράφος ξεσκέπασε τη διαφθορά στην κυβέρνηση.
Οι αρχαιολόγοι ξεσκέπασαν έναν αρχαίο ναό.
Ο άνεμος ξεσκέπασε τα κλαδιά του δέντρου.
3