1. Λέξη
    ξεσκεπάζω (ρήμα) - (παρόμοια: σκεπάζω - ξεσκίζω)
  2. Συνώνυμα
    • αποκαλύπτω
    • αποκαλύπτω
    • αποκαλύπτω
    • αποκαλύπτω
    4
  3. Αντώνυμα
    • κρύβω
    • καλύπτω
    • αποκρύπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Αποκαλύπτω κάτι που ήταν κρυμμένο ή άγνωστο.
    • Εκθέτω σε δημόσια θέα ή γνώση.
    • Αφαιρώ κάτι που καλύπτει ή προστατεύει.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δημοσιογράφος ξεσκέπασε τη διαφθορά στην κυβέρνηση.
    • Οι αρχαιολόγοι ξεσκέπασαν έναν αρχαίο ναό.
    • Ο άνεμος ξεσκέπασε τα κλαδιά του δέντρου.
    3