Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεσπάω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεσπάσω
-
ξεσπώ
)
Συνώνυμα
εκρήγνυμαι
αποσπάω
εκτονώνω
3
Αντώνυμα
συγκρατώ
κατευνάζω
ηρεμώ
3
Ορισμός
Να εκδηλώσω ξαφνικά και έντονα συναισθήματα, όπως θυμό ή χαρά.
Να απελευθερώσω ενέργεια ή δύναμη με απότομο και βίαιο τρόπο.
Να διακοπεί ή να χαλαρώσει μια ένταση ή πίεση.
3
Παραδείγματα
Ο πατέρας ξέσπασε σε φωνές όταν έμαθε τα νέα.
Η ηφαιστειακή έκρηξη ξέσπασε με τεράστια δύναμη.
Μετά από ώρες δουλειάς, αποφάσισε να ξεσπάσει με μια βόλτα στο πάρκο.
3