1. Λέξη
    ξεσπάω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεσπάσω - ξεσπώ)
  2. Συνώνυμα
    • εκρήγνυμαι
    • αποσπάω
    • εκτονώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγκρατώ
    • κατευνάζω
    • ηρεμώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να εκδηλώσω ξαφνικά και έντονα συναισθήματα, όπως θυμό ή χαρά.
    • Να απελευθερώσω ενέργεια ή δύναμη με απότομο και βίαιο τρόπο.
    • Να διακοπεί ή να χαλαρώσει μια ένταση ή πίεση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο πατέρας ξέσπασε σε φωνές όταν έμαθε τα νέα.
    • Η ηφαιστειακή έκρηξη ξέσπασε με τεράστια δύναμη.
    • Μετά από ώρες δουλειάς, αποφάσισε να ξεσπάσει με μια βόλτα στο πάρκο.
    3