Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεσπώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεσπάω
-
ξεσπάσω
)
Συνώνυμα
εκρήγνυμαι
ξεχύνομαι
εκλύομαι
3
Αντώνυμα
συγκρατώμαι
κατευνάζομαι
ηρεμώ
3
Ορισμός
Να εκδηλώνομαι με ένταση και ξαφνικότητα, συνήθως για συναισθήματα ή ενέργειες.
Να απελευθερώνομαι από κάποια πίεση ή περιορισμό.
2
Παραδείγματα
Μετά από ώρες άγχους, ξέσπασε σε κλάματα.
Ο ηφαιστείος ξέσπασε μετά από δεκαετίες αδράνειας.
2