1. Λέξη
    ξεσπάσω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεσπάω - ξεσπώ - σπάσω - ξεράσω - ξεχάσω)
  2. Συνώνυμα
    • εκρήγνυμαι
    • εκδηλώνομαι
    • αποσπώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγκρατώ
    • καταπνίγω
    • καταστέλλω
    3
  4. Ορισμός
    • Να εκδηλώσω ξαφνικά και με ένταση ένα συναίσθημα ή μια ενέργεια.
    • Να απελευθερώσω ενέργεια ή συναίσθημα που είχε συσσωρευτεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από πολλές ώρες δουλειάς, τελικά ξέσπασα σε κλάματα.
    • Ο ηφαιστειακός κώνος ξέσπασε, ρίχνοντας λάβα και στάχτες στον αέρα.
    2