Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυτρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεφυτρώνω
-
φυτρώνουν
-
στρώνω
)
Συνώνυμα
αναδύομαι
βλασταίνω
ξεφυτρώνω
ανατείλω
4
Αντώνυμα
μαραίνομαι
ξεριζώνομαι
σβήνω
χανόμαι
4
Ορισμός
να αρχίζει να αναπτύσσεται ένα φυτό από σπόρο ή βλαστό
να εμφανίζεται ή να αναπτύσσεται κάτι σταδιακά
2
Παραδείγματα
Τα λουλούδια άρχισαν να φυτρώνουν μετά τις πρώτες βροχές.
Νέες ιδέες φυτρώνουν συνεχώς στο μυαλό του.
2