1. Λέξη
    ξημερώνει (ρήμα) - (παρόμοια: ξημερώνω - ξημερώσει)
  2. Συνώνυμα
    • αυγάζει
    • χαράζει
    • ξημερώνει
    • φέγγει
    4
  3. Αντώνυμα
    • σκοτείνιαζει
    • νυχτώνει
    • βαραίνει
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία κατά την οποία η μέρα αρχίζει και το φως του ήλιου εμφανίζεται στον ορίζοντα.
    • Η στιγμή που τελειώνει η νύχτα και αρχίζει η ημέρα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ξημερώνει νωρίς το καλοκαίρι.
    • Περιμέναμε να ξημερώσει για να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας.
    2