Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξημερώνει (ρήμα) - (παρόμοια:
ξημερώνω
-
ξημερώσει
)
Συνώνυμα
αυγάζει
χαράζει
ξημερώνει
φέγγει
4
Αντώνυμα
σκοτείνιαζει
νυχτώνει
βαραίνει
3
Ορισμός
Η διαδικασία κατά την οποία η μέρα αρχίζει και το φως του ήλιου εμφανίζεται στον ορίζοντα.
Η στιγμή που τελειώνει η νύχτα και αρχίζει η ημέρα.
2
Παραδείγματα
Ξημερώνει νωρίς το καλοκαίρι.
Περιμέναμε να ξημερώσει για να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας.
2