Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξημερώσει (ρήμα) - (παρόμοια:
ξημερώνει
-
ξημερώνω
)
Συνώνυμα
αυγάζει
ξημερώνει
χαράζει
3
Αντώνυμα
σκοτείνιαζει
νυχτώνει
βαραθρώνει
3
Ορισμός
Η αρχή της ημέρας, όταν ο ορίζοντας αρχίζει να φωτίζεται από τον ήλιο.
Η μεταβολή από τη νύχτα στο φως της ημέρας.
2
Παραδείγματα
Σύντομα θα ξημερώσει και θα φύγουμε για το ψάρεμα.
Όταν ξημερώσει, ο κόσμος αρχίζει να κινείται πάλι.
2