1. Λέξη
    ξημερώνω (ρήμα) - (παρόμοια: ξημερώνει - ξημερώσει - ενημερώνω)
  2. Συνώνυμα
    • αυγάζω
    • φέγγει
    • χαράζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σκοτεινιάζω
    • νυχτώνω
    • βασιλεύει η νύχτα
    3
  4. Ορισμός
    • Ξεκινά να φαίνεται το φως της ημέρας μετά τη νύχτα.
    • Εμφανίζεται το πρωινό φως στον ορίζοντα.
    • Μεταβαίνει από τη νύχτα στην ημέρα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ξημερώνει και οι πουλοί αρχίζουν να κελαηδούν.
    • Πριν ξημερώσει, βγήκαμε για ψάρεμα.
    • Όταν ξημερώσει, θα φύγουμε για το ταξίδι μας.
    3