Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξυλάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αυλάκι
-
σκυλάκι
-
πουλάκι
)
Συνώνυμα
ξυλάκια
ξυλάκος
ξυλάρα
3
Αντώνυμα
μεγάλο ξύλο
κορμός
2
Ορισμός
Μικρό κομμάτι ξύλου.
Λεπτό και μικρό ξύλο, συχνά χρησιμοποιούμενο για συγκεκριμένους σκοπούς.
2
Παραδείγματα
Έσπασε το ξυλάκι κατά λάθος όταν προσπαθούσε να το λυγίσει.
Χρησιμοποίησε ένα ξυλάκι για να ανακατέψει τον καφέ του.
2