1. Λέξη
    πουλάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πουλάσκι - πουλάω - πουλάρι - πουλάνε - πουλάτε - πουλί - πουλώ - σακουλάκι - ξυλάκι - αυλάκι)
  2. Συνώνυμα
    • νεοσσός
    • μικρό πουλί
    2
  3. Αντώνυμα
    • γεράκι
    • αετός
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό πουλί, ειδικά όταν είναι ακόμα νεοσσός.
    • Ενδημικός όρος για τα μικρά πτηνά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πουλάκι κελαηδούσε πάνω στο κλαδί.
    • Βρήκα ένα πουλάκι που είχε πέσει από τη φωλιά του.
    2