1. Λέξη
    ξωτικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ζωτικό - ερωτικό)
  2. Συνώνυμα
    • νεράιδα
    • πνεύμα
    • δαιμόνιο
    3
  3. Αντώνυμα
    • άνθρωπος
    • πραγματικότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Μυθικό πλάσμα που εμφανίζεται σε παραμύθια και λαογραφικές αφηγήσεις, συχνά με μαγικές δυνάμεις.
    • Υπερφυσικό ον που συνδέεται με τη φύση και έχει ανθρώπινες ή ζωικές μορφές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ξωτικό έκανε τον κήπο να ανθίσει μέσα σε μια νύχτα.
    • Στο παραμύθι, το ξωτικό βοήθησε τον πρίγκιπα να βρει τον θησαυρό.
    2