Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ερωτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
ερωτικός
-
ενημερωτικός
-
ζωτικό
-
ξωτικό
)
Συνώνυμα
αισθηματικό
στοργικό
παθιασμένο
3
Αντώνυμα
αντιπαθητικό
αποστροφικό
ψυχρό
3
Ορισμός
Σχετικός με την αγάπη ή τον έρωτα.
Εκφράζει έντονα συναισθήματα αγάπης.
2
Παραδείγματα
Έγραψε ένα ερωτικό γράμμα στη σύντροφό του.
Η ταινία είχε μια πολύ ερωτική ατμόσφαιρα.
2