Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνοδεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
συνοδεία
-
συνοδός
-
συνοδέψω
-
οδεύω
-
συνοδηγός
)
Συνώνυμα
συμπαρακολουθώ
παρακολουθώ
συνοδεύω
3
Αντώνυμα
αφήνω
χωρίζω
2
Ορισμός
Να πηγαίνεις μαζί με κάποιον σε ένα ταξίδι ή μια εκδρομή.
Να βρίσκεσαι δίπλα σε κάποιον για να τον βοηθήσεις ή να τον προστατεύσεις.
Να συνδέεσαι ή να συμβαδίζεις με κάτι άλλο.
3
Παραδείγματα
Ο φίλος μου συνοδεύει τη μητέρα του στο γιατρό.
Η μουσική συνοδεύει τις εικόνες της ταινίας.
Ο υπάλληλος συνοδεύει τον πελάτη μέχρι την έξοδο.
3