1. Λέξη
    συνοδεύω (ρήμα) - (παρόμοια: συνοδεία - συνοδός - συνοδέψω - οδεύω - συνοδηγός)
  2. Συνώνυμα
    • συμπαρακολουθώ
    • παρακολουθώ
    • συνοδεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • χωρίζω
    2
  4. Ορισμός
    • Να πηγαίνεις μαζί με κάποιον σε ένα ταξίδι ή μια εκδρομή.
    • Να βρίσκεσαι δίπλα σε κάποιον για να τον βοηθήσεις ή να τον προστατεύσεις.
    • Να συνδέεσαι ή να συμβαδίζεις με κάτι άλλο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο φίλος μου συνοδεύει τη μητέρα του στο γιατρό.
    • Η μουσική συνοδεύει τις εικόνες της ταινίας.
    • Ο υπάλληλος συνοδεύει τον πελάτη μέχρι την έξοδο.
    3