Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οπλισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξοπλισμός
-
οπλισμένος
-
ορισμός
-
οικισμός
)
Συνώνυμα
όπλα
εξοπλισμός
πανοπλία
3
Αντώνυμα
αφοπλισμός
απροστάτευτος
2
Ορισμός
Το σύνολο των όπλων και του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για πολεμικούς ή άλλους σκοπούς.
Η διαδικασία ή η ενέργεια του εξοπλισμού με όπλα ή άλλα απαραίτητα μέσα.
2
Παραδείγματα
Ο στρατός εφοδιάστηκε με νέο οπλισμό.
Ο οπλισμός των αστυνομικών περιλαμβάνει όπλα και ασπίδες.
2