Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οπλισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εξοπλισμένος
-
ορισμένος
-
οργισμένος
-
ζαλισμένος
-
οπλισμός
-
ασφαλισμένος
-
εθισμένος
-
πεισμένος
-
σκισμένος
-
χτισμένος
-
ραγισμένος
-
φημισμένος
-
κλεισμένος
-
βασισμένος
-
φοβισμένος
-
χωρισμένος
-
εξασφαλισμένος
-
κοιμισμένος
-
φορτισμένος
-
μαυρισμένος
-
τσατισμένος
-
κερδισμένος
-
σκονισμένος
-
πεπεισμένος
)
Συνώνυμα
εξοπλισμένος
οπλισμένος
ένοπλος
3
Αντώνυμα
άοπλος
απροστάτευτος
2
Ορισμός
Εξοπλισμένος με όπλα ή άλλα μέσα προστασίας.
Που έχει προετοιμαστεί ή είναι έτοιμος για κάποια ενέργεια ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Ο στρατιώτης ήταν οπλισμένος με ένα τουφέκι.
Η ομάδα ήταν οπλισμένη με όλα τα απαραίτητα εργαλεία για την αποστολή.
2