1. Συνώνυμα
    • εξοπλισμένος
    • οπλισμένος
    • ένοπλος
    3
  2. Αντώνυμα
    • άοπλος
    • απροστάτευτος
    2
  3. Ορισμός
    • Εξοπλισμένος με όπλα ή άλλα μέσα προστασίας.
    • Που έχει προετοιμαστεί ή είναι έτοιμος για κάποια ενέργεια ή κατάσταση.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο στρατιώτης ήταν οπλισμένος με ένα τουφέκι.
    • Η ομάδα ήταν οπλισμένη με όλα τα απαραίτητα εργαλεία για την αποστολή.
    2