Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οργανικός (επίθετο) - (παρόμοια:
οργανισμός
-
πανικός
-
νεανικός
-
ιδανικός
-
οργανώνω
-
οργασμός
)
Συνώνυμα
φυσικός
βιολογικός
αμιγής
3
Αντώνυμα
τεχνητός
συνθετικός
ανόργανος
3
Ορισμός
Σχετικός με ή προερχόμενος από ζωντανούς οργανισμούς.
Που δεν περιέχει χημικές ουσίες ή συνθετικά υλικά.
Που αναπτύσσεται ή λειτουργεί φυσικά, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις.
3
Παραδείγματα
Η οργανική γεωργία χρησιμοποιεί φυσικές μεθόδους καλλιέργειας.
Αγόρασα οργανικά λαχανικά χωρίς πεστιτσίδες.
Η οργανική εξέλιξη της επιχείρησης ήταν εντυπωσιακή.
3