1. Λέξη
    οργανικός (επίθετο) - (παρόμοια: οργανισμός - πανικός - νεανικός - ιδανικός - οργανώνω - οργασμός)
  2. Συνώνυμα
    • φυσικός
    • βιολογικός
    • αμιγής
    3
  3. Αντώνυμα
    • τεχνητός
    • συνθετικός
    • ανόργανος
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με ή προερχόμενος από ζωντανούς οργανισμούς.
    • Που δεν περιέχει χημικές ουσίες ή συνθετικά υλικά.
    • Που αναπτύσσεται ή λειτουργεί φυσικά, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η οργανική γεωργία χρησιμοποιεί φυσικές μεθόδους καλλιέργειας.
    • Αγόρασα οργανικά λαχανικά χωρίς πεστιτσίδες.
    • Η οργανική εξέλιξη της επιχείρησης ήταν εντυπωσιακή.
    3