Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πανικός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ισπανικός
-
πατρικός
-
ιδανικός
-
παιδικός
-
νεανικός
-
ποινικός
-
πυρηνικός
-
σατανικός
-
μηχανικός
-
παθητικός
-
οργανικός
-
τιτανικός
-
ενικός
-
βρετανικός
-
γερμανικός
)
Συνώνυμα
αγωνία
φόβος
αναστάτωση
3
Αντώνυμα
ηρεμία
ψυχραιμία
γαλήνη
3
Ορισμός
Έντονος φόβος ή ανησυχία που προκαλεί αναστάτωση και σύγχυση.
Μια κατάσταση γενικευμένου φόβου ή πανικού μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων.
2
Παραδείγματα
Ο πανικός έπιασε τους κατοίκους όταν άκουσαν την είδηση για τον σεισμό.
Μετά την έκρηξη, επικράτησε πανικός στο κέντρο της πόλης.
2