1. Συνώνυμα
    • αγωνία
    • φόβος
    • αναστάτωση
    3
  2. Αντώνυμα
    • ηρεμία
    • ψυχραιμία
    • γαλήνη
    3
  3. Ορισμός
    • Έντονος φόβος ή ανησυχία που προκαλεί αναστάτωση και σύγχυση.
    • Μια κατάσταση γενικευμένου φόβου ή πανικού μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο πανικός έπιασε τους κατοίκους όταν άκουσαν την είδηση για τον σεισμό.
    • Μετά την έκρηξη, επικράτησε πανικός στο κέντρο της πόλης.
    2