Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ορός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ορθός
-
σορός
-
χορός
)
Συνώνυμα
υγρό
έκκριμα
χυμός
3
Αντώνυμα
στερεό
στερεά ουσία
2
Ορισμός
Το υγρό που απομονώνεται από το αίμα ή άλλους ιστούς του σώματος.
Υγρό που σχηματίζεται από την πήξη του αίματος ή άλλων υγρών του σώματος.
2
Παραδείγματα
Ο ορός του αίματος χρησιμοποιείται για διάφορες ιατρικές εξετάσεις.
Ο ορός που απομονώθηκε από τον ιστό περιείχε αντισώματα.
2