Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σορός (επίθετο) - (παρόμοια:
σοβαρός
-
ορός
-
σορτ
)
Συνώνυμα
βαρύς
δύσκολος
επιβαρυντικός
3
Αντώνυμα
ελαφρός
εύκολος
ανακουφιστικός
3
Ορισμός
που προκαλεί δυσφορία ή δυσκολία
που έχει μεγάλο βάρος
που χαρακτηρίζεται από σοβαρότητα ή βαρύτητα
3
Παραδείγματα
Ο σορός καιρός έκανε τη διαδρομή ακόμη πιο δύσκολη.
Έφερε μια σορή ευθύνη στους ώμους του.
Η συζήτηση πήρε μια σορή τροπή.
3