Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χορός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χοντρός
-
χορηγός
-
ορός
)
Συνώνυμα
χορεία
χορευτική ομάδα
χορευτικό γκρουπ
3
Αντώνυμα
μοναδικός
μονόλογος
2
Ορισμός
Μια ομάδα ανθρώπων που χορεύουν μαζί, συχνά σε μια δομημένη ή τελετουργική μορφή.
Η τέχνη ή η πράξη του χορού, ειδικά σε μια δημόσια παράσταση.
2
Παραδείγματα
Ο χορός παρουσίασε μια υπέροχη παράσταση στο φεστιβάλ.
Στο πάρτι, όλοι σχημάτισαν έναν χορό γύρω από τη φωτιά.
2