1. Λέξη
    χορός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χοντρός - χορηγός - ορός)
  2. Συνώνυμα
    • χορεία
    • χορευτική ομάδα
    • χορευτικό γκρουπ
    3
  3. Αντώνυμα
    • μοναδικός
    • μονόλογος
    2
  4. Ορισμός
    • Μια ομάδα ανθρώπων που χορεύουν μαζί, συχνά σε μια δομημένη ή τελετουργική μορφή.
    • Η τέχνη ή η πράξη του χορού, ειδικά σε μια δημόσια παράσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο χορός παρουσίασε μια υπέροχη παράσταση στο φεστιβάλ.
    • Στο πάρτι, όλοι σχημάτισαν έναν χορό γύρω από τη φωτιά.
    2