Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ούρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ονδούρα
-
ούρο
-
πούρα
)
Συνώνυμα
αυγή
χαραυγή
ανατολή
3
Αντώνυμα
δύση
σούρουπο
βραδιά
3
Ορισμός
Η πρώτη φάση της ημέρας όταν ο ήλιος αρχίζει να ανατέλλει.
Η λάμψη του φωτός πριν από την ανατολή του ήλιου.
Η αρχή ή το ξεκίνημα μιας νέας περιόδου ή κατάστασης.
3
Παραδείγματα
Η ούρα του ήλιου έφερνε ζεστασιά μετά τη νύχτα.
Η ούρα της ειρήνης φάνηκε μετά από χρόνια πολέμου.
Ξύπνησε με την ούρα για να πάει για ψάρεμα.
3