Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ούρο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ούρα
-
πούρο
)
Συνώνυμα
ουρία
οίστρος
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Το υγρό απόβλητο του σώματος που εκκρίνεται από τα νεφρά και αποβάλλεται μέσω της ουροδόχου κύστης.
Στη βιολογία, το προϊόν του μεταβολισμού των πρωτεϊνών που περιέχει αζώτουχες ενώσεις.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός ζήτησε δείγμα ούρων για τις αναλύσεις.
Η παρουσία αίματος στα ούρα μπορεί να υποδηλώνει πρόβλημα στα νεφρά.
2