1. Λέξη
    πούρο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πούρα - πού - ούρο)
  2. Συνώνυμα
    • σιγάρα
    • τσιγάρο
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα προϊόν καπνού που τυλίγεται σε φύλλο καπνού και καπνίζεται.
    • Μια πολυτελής μορφή καπνού, συνήθως συνδεδεμένη με ευκαιρίες γιορτής ή ειδικές στιγμές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στο πάρτι, ο Γιάννης άναψε ένα πούρο για να γιορτάσει την προαγωγή του.
    • Τα πούρα θεωρούνται συχνά σύμβολο πολυτελείας και απόλαυσης.
    2