Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιάνω (ρήμα) - (παρόμοια:
πιάνο
-
πιάνουν
-
πάνω
-
πιάνομαι
)
Συνώνυμα
αρπάζω
πιαστώ
συλλαμβάνω
3
Αντώνυμα
αφήνω
ελευθερώνω
2
Ορισμός
Να πιάσεις κάτι με τα χέρια σου ή να το κρατήσεις σταθερά.
Να συλλάβεις κάποιον ή κάτι, συνήθως σε σχέση με την επιβολή του νόμου.
Να καταλάβεις ή να αντιληφθείς κάτι διανοητικά.
3
Παραδείγματα
Προσπάθησα να πιάσω την μπάλα, αλλά έπεσε κάτω.
Η αστυνομία κατάφερε να πιάσει τον κλέφτη.
Δεν μπορώ να πιάσω την ιδέα που προσπαθείς να μου εξηγήσεις.
3