1. Λέξη
    παίζουν (ρήμα) - (παρόμοια: παίζομαι - παίζω)
  2. Συνώνυμα
    • διασκεδάζουν
    • εμπλέκονται
    • συμμετέχουν
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματούν
    • αποσύρονται
    • αποφεύγουν
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτελούν μια δραστηριότητα για ψυχαγωγία ή διασκέδαση.
    • Συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι ή αθλητική δραστηριότητα.
    • Εκτελούν μουσική με ένα όργανο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Τα παιδιά παίζουν στο πάρκο.
    • Οι φίλοι μου παίζουν ποδόσφαιρο κάθε Σάββατο.
    • Η ορχήστρα παίζει μια όμορφη μελωδία.
    3