1. Συνώνυμα
    • αστειεύομαι
    • προσποιούμαι
    • προφασίζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • σοβαρεύομαι
    • ειλικρινένομαι
    2
  3. Ορισμός
    • Προσποιούμαι ότι κάτι δεν είναι αλήθεια ή ότι δεν το εννοώ σοβαρά.
    • Δεν δείχνω την πραγματική μου σκέψη ή συναίσθημα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Μην τον πιστεύεις, απλώς παίζεται και δεν εννοεί αυτά που λέει.
    • Όταν της είπα ότι θα φύγω, νόμιζα ότι παιζόταν, αλλά τελικά ήταν σοβαρή.
    2