Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
παίρνομαι
-
παίζουν
-
προορίζομαι
-
πιέζομαι
-
χτίζομαι
-
σκίζομαι
-
πρήζομαι
-
ορίζομαι
-
περιορίζομαι
-
παραβιάζομαι
-
παίζω
-
βυθίζομαι
-
φημίζομαι
-
ξυρίζομαι
-
ζορίζομαι
-
ζαλίζομαι
-
παράγομαι
-
βασίζομαι
-
χωρίζομαι
-
μυρίζομαι
-
ορκίζομαι
-
παρουσιάζομαι
)
Συνώνυμα
αστειεύομαι
προσποιούμαι
προφασίζομαι
3
Αντώνυμα
σοβαρεύομαι
ειλικρινένομαι
2
Ορισμός
Προσποιούμαι ότι κάτι δεν είναι αλήθεια ή ότι δεν το εννοώ σοβαρά.
Δεν δείχνω την πραγματική μου σκέψη ή συναίσθημα.
2
Παραδείγματα
Μην τον πιστεύεις, απλώς παίζεται και δεν εννοεί αυτά που λέει.
Όταν της είπα ότι θα φύγω, νόμιζα ότι παιζόταν, αλλά τελικά ήταν σοβαρή.
2