Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
παίζουν
-
παίζομαι
)
Συνώνυμα
διασκεδάζω
εμπλέκομαι
συμμετέχω
3
Αντώνυμα
σταματώ
παύω
αποσύρομαι
3
Ορισμός
Να εκτελώ μια δραστηριότητα για διασκέδαση ή ψυχαγωγία.
Να συμμετέχω σε ένα παιχνίδι ή άθλημα.
Να εκτελώ μουσική σε ένα όργανο.
3
Παραδείγματα
Τα παιδιά παίζουν στο πάρκο.
Παίζει πολύ καλά πιάνο.
Θα παίξουμε μπάλα το απόγευμα.
3