1. Λέξη
    παζάρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παντζάρι - πατάρι)
  2. Συνώνυμα
    • συμφωνία
    • συμβιβασμός
    • συνομιλία
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαφωνία
    • αντιπαράθεση
    • διένεξη
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών για την επίτευξη μιας συμφωνίας.
    • Η συμφωνία που προκύπτει μετά από διαπραγμάτευση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έκαναν ένα καλό παζάρι για την αγορά του αυτοκινήτου.
    • Το παζάρι τους κράτησε πολλές ώρες αλλά τελικά βρήκαν κοινό έδαφος.
    2