Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παζάρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παντζάρι
-
πατάρι
)
Συνώνυμα
συμφωνία
συμβιβασμός
συνομιλία
3
Αντώνυμα
διαφωνία
αντιπαράθεση
διένεξη
3
Ορισμός
Η διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών για την επίτευξη μιας συμφωνίας.
Η συμφωνία που προκύπτει μετά από διαπραγμάτευση.
2
Παραδείγματα
Έκαναν ένα καλό παζάρι για την αγορά του αυτοκινήτου.
Το παζάρι τους κράτησε πολλές ώρες αλλά τελικά βρήκαν κοινό έδαφος.
2