1. Λέξη
    πατάρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πατάω - παζάρι - πατάτα)
  2. Συνώνυμα
    • σκουπίδι
    • απορρίμματα
    • σκατά
    3
  3. Αντώνυμα
    • καθαρότητα
    • αγνότητα
    • στίλβωμα
    3
  4. Ορισμός
    • Απορρίμματα ή σκουπίδια που συσσωρεύονται σε έναν χώρο.
    • Κάτι που θεωρείται άχρηστο ή απαξιωμένο.
    • Συλλογή αχρήστων ή ακατάλληλων αντικειμένων.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος ήταν γεμάτος πατάρια μετά τη διαδήλωση.
    • Το πατάρι στο γκαράζ πρέπει να καθαριστεί.
    • Μην πετάς τα πατάρια σου στον δρόμο.
    3