Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πατάρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πατάω
-
παζάρι
-
πατάτα
)
Συνώνυμα
σκουπίδι
απορρίμματα
σκατά
3
Αντώνυμα
καθαρότητα
αγνότητα
στίλβωμα
3
Ορισμός
Απορρίμματα ή σκουπίδια που συσσωρεύονται σε έναν χώρο.
Κάτι που θεωρείται άχρηστο ή απαξιωμένο.
Συλλογή αχρήστων ή ακατάλληλων αντικειμένων.
3
Παραδείγματα
Ο δρόμος ήταν γεμάτος πατάρια μετά τη διαδήλωση.
Το πατάρι στο γκαράζ πρέπει να καθαριστεί.
Μην πετάς τα πατάρια σου στον δρόμο.
3