Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παθαίνεις (ρήμα) - (παρόμοια:
παθαίνω
-
παθαίνουν
-
παίρνεις
)
Συνώνυμα
υποφέρεις
πληγώνεσαι
βλάπτεσαι
3
Αντώνυμα
ευτυχείς
ανακουφίζεσαι
θεραπεύεσαι
3
Ορισμός
Νιώθω πόνο ή δυσφορία, είτε σωματική είτε ψυχική.
Βρίσκομαι σε μια κατάσταση που μου προκαλεί δυσφορία ή βλάβη.
Υφίσταμαι κάτι δυσάρεστο ή οδυνηρό.
3
Παραδείγματα
Παθαίνεις πολύ από αυτή την απώλεια;
Όταν πέφτεις, παθαίνεις και πονάς.
Αν δεν προσέχεις, θα παθαίνεις συνεχώς.
3