1. Συνώνυμα
    • υποφέρω
    • πληγώνομαι
    • προσβάλλομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • ευτυχώ
    • ανακουφίζομαι
    • θεραπεύομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Νιώθω πόνο ή δυσφορία, είτε σωματική είτε ψυχική.
    • Βιώνω μια αρνητική εμπειρία ή κατάσταση.
    • Υφίσταμαι κάποια ζημιά ή απώλεια.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Παθαίνω πολύ από την πληγή στο πόδι μου.
    • Όταν άκουσα τα νέα, παθαίνω σοκ.
    • Η πόλη παθαίνει μεγάλες ζημιές από τον σεισμό.
    3