Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παιδάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παϊδάκι
-
παραδάκι
-
παιδί
-
παιδιά
-
παγάκι
-
παπάκι
)
Συνώνυμα
μικρό
παιδί
νεαρός
3
Αντώνυμα
ενήλικας
γέρος
2
Ορισμός
Μικρό παιδί, συνήθως σε νεαρή ηλικία.
Ένας νεαρός άνθρωπος που δεν έχει ακόμη φτάσει στην ενηλικίωση.
2
Παραδείγματα
Το παιδάκι έπαιζε στο πάρκο με τα φίλα του.
Ένα μικρό παιδάκι κοιτάζει με περιέργεια τον κόσμο γύρω του.
2