1. Λέξη
    παιδάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παϊδάκι - παραδάκι - παιδί - παιδιά - παγάκι - παπάκι)
  2. Συνώνυμα
    • μικρό
    • παιδί
    • νεαρός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενήλικας
    • γέρος
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό παιδί, συνήθως σε νεαρή ηλικία.
    • Ένας νεαρός άνθρωπος που δεν έχει ακόμη φτάσει στην ενηλικίωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παιδάκι έπαιζε στο πάρκο με τα φίλα του.
    • Ένα μικρό παιδάκι κοιτάζει με περιέργεια τον κόσμο γύρω του.
    2