1. Λέξη
    παλιόφιλος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παιδόφιλος - παλιός)
  2. Συνώνυμα
    • φίλος
    • σύντροφος
    • γνωστός
    3
  3. Αντώνυμα
    • εχθρός
    • αντίπαλος
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο με το οποίο κάποιος έχει φιλικές σχέσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα.
    1
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης είναι παλιόφιλος μου από το σχολείο.
    • Συναντήσαμε έναν παλιόφιλο στο πάρκο.
    2