1. Λέξη
    παλιόπραμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παλιός - παλιόπαιδο)
  2. Συνώνυμα
    • παλιοπράγμα
    • σκουπίδι
    • αχρηστεία
    3
  3. Αντώνυμα
    • καινούργιο
    • νέο
    • σύγχρονο
    3
  4. Ορισμός
    • Παλιό αντικείμενο που δεν έχει πια αξία ή χρήση.
    • Κάτι που θεωρείται ξεπερασμένο ή απαρχαιωμένο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το σπίτι του ήταν γεμάτο παλιόπραμα που δεν χρησιμοποιούσε ποτέ.
    • Αυτό το ραδιόφωνο είναι πια παλιόπραμα, κανείς δεν το χρησιμοποιεί.
    2