Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παλιόπραμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παλιός
-
παλιόπαιδο
)
Συνώνυμα
παλιοπράγμα
σκουπίδι
αχρηστεία
3
Αντώνυμα
καινούργιο
νέο
σύγχρονο
3
Ορισμός
Παλιό αντικείμενο που δεν έχει πια αξία ή χρήση.
Κάτι που θεωρείται ξεπερασμένο ή απαρχαιωμένο.
2
Παραδείγματα
Το σπίτι του ήταν γεμάτο παλιόπραμα που δεν χρησιμοποιούσε ποτέ.
Αυτό το ραδιόφωνο είναι πια παλιόπραμα, κανείς δεν το χρησιμοποιεί.
2