1. Λέξη
    παλιόπαιδο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πλουσιόπαιδο - παλιός - παλιόπραμα)
  2. Συνώνυμα
    • τεμπέλης
    • αλήτης
    • αχρείος
    3
  3. Αντώνυμα
    • εργατικός
    • υπεύθυνος
    • προσήνεμος
    3
  4. Ορισμός
    • Άτομο που είναι τεμπέλης και δεν θέλει να εργαστεί.
    • Παλιόπαιδο είναι κάποιος που ζει χωρίς σκοπό και ευθύνες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αυτός ο τύπος είναι ένα πραγματικό παλιόπαιδο, δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του.
    • Μην συμπεριφέρεσαι σαν παλιόπαιδο, πρέπει να βρεις μια δουλειά.
    2