Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παλιόπαιδο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πλουσιόπαιδο
-
παλιός
-
παλιόπραμα
)
Συνώνυμα
τεμπέλης
αλήτης
αχρείος
3
Αντώνυμα
εργατικός
υπεύθυνος
προσήνεμος
3
Ορισμός
Άτομο που είναι τεμπέλης και δεν θέλει να εργαστεί.
Παλιόπαιδο είναι κάποιος που ζει χωρίς σκοπό και ευθύνες.
2
Παραδείγματα
Αυτός ο τύπος είναι ένα πραγματικό παλιόπαιδο, δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του.
Μην συμπεριφέρεσαι σαν παλιόπαιδο, πρέπει να βρεις μια δουλειά.
2