Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παλιότερα (επίρρημα) - (παρόμοια:
παλιός
-
παλαιότερος
)
Συνώνυμα
προηγουμένως
πρώην
προγενέστερα
3
Αντώνυμα
πρόσφατα
τελευταία
νέα
3
Ορισμός
Σε προγενέστερο χρόνο ή εποχή.
Σε σχέση με κάτι που συνέβη ή υπήρχε στο παρελθόν.
2
Παραδείγματα
Παλιότερα, η περιοχή αυτή ήταν γεμάτη δέντρα.
Είχαμε συναντηθεί παλιότερα, αλλά δεν θυμόμουν πού.
2