1. Λέξη
    παλιότερα (επίρρημα) - (παρόμοια: παλιός - παλαιότερος)
  2. Συνώνυμα
    • προηγουμένως
    • πρώην
    • προγενέστερα
    3
  3. Αντώνυμα
    • πρόσφατα
    • τελευταία
    • νέα
    3
  4. Ορισμός
    • Σε προγενέστερο χρόνο ή εποχή.
    • Σε σχέση με κάτι που συνέβη ή υπήρχε στο παρελθόν.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Παλιότερα, η περιοχή αυτή ήταν γεμάτη δέντρα.
    • Είχαμε συναντηθεί παλιότερα, αλλά δεν θυμόμουν πού.
    2