1. Λέξη
    παλαιότερος (επίθετο) - (παρόμοια: παλαιός - πλουσιότερος - παλιότερα - κυριότερος)
  2. Συνώνυμα
    • πρώην
    • αρχαίος
    • προγενέστερος
    3
  3. Αντώνυμα
    • νέος
    • σύγχρονος
    • πρόσφατος
    3
  4. Ορισμός
    • που υπήρξε ή συνέβη σε προηγούμενη εποχή
    • που έχει μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με κάποιον άλλο
    • που ανήκει σε προηγούμενη περίοδο ή φάση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο παλαιότερος δάσκαλος του σχολείου συνταξιοδοτήθηκε πέρυσι.
    • Αυτή η παλαιότερη έκδοση του λογισμικού έχει λιγότερες δυνατότητες.
    • Σύγκρινε τα αποτελέσματα με τα παλαιότερα δεδομένα.
    3