Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παλαιότερος (επίθετο) - (παρόμοια:
παλαιός
-
πλουσιότερος
-
παλιότερα
-
κυριότερος
)
Συνώνυμα
πρώην
αρχαίος
προγενέστερος
3
Αντώνυμα
νέος
σύγχρονος
πρόσφατος
3
Ορισμός
που υπήρξε ή συνέβη σε προηγούμενη εποχή
που έχει μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με κάποιον άλλο
που ανήκει σε προηγούμενη περίοδο ή φάση
3
Παραδείγματα
Ο παλαιότερος δάσκαλος του σχολείου συνταξιοδοτήθηκε πέρυσι.
Αυτή η παλαιότερη έκδοση του λογισμικού έχει λιγότερες δυνατότητες.
Σύγκρινε τα αποτελέσματα με τα παλαιότερα δεδομένα.
3